Κρυώνω… Έχω κουλουριαστεί κάτω από τα σκεπάσματα στο άδειο μου κρεβάτι και κρυώνω. Έχω τα χέρια μου πλεγμένα πίσω από το κεφάλι και ακούω πάλι τις φωνές μέσα μου να ουρλιάζουν. Δεν μπορώ να τις βάλω για ύπνο απόψε. Όσες δικαιολογίες και να τους πω, απόψε δεν μπορώ να τις φιμώσω. Επέστρεψαν δυνατότερες από κάθε άλλη φορά.
Δεν ήθελα να λυγίσω. Πάνε τώρα μήνες που παλεύω με τον εαυτό μου. Με τον εγωισμό, το πείσμα, την υπερηφάνεια μου, παλεύω κάθε μέρα. Απόψε όμως δεν αντέχω άλλο. Αυτός ο κόμπος έχει ανέβει στο λαιμό μου και αν δε σου μιλήσω θα με πνίξει.
Κουράστηκα να σε ψάχνω στο άδειο τούτο σπίτι, το ξέρεις; Στις σκιές που ζωντανεύουν όταν νυχτώνει, στις γουλιές από το ποτό μου, στο κάθε χτύπημα της πόρτας· πετάγομαι από το κρεβάτι κι εύχομαι να σε δω να στέκεσαι από πίσω και να χαμογελάς όπως τότε, θυμάσαι;
Εκείνο το χαμόγελό σου… Με ποια δύναμη κατάφερα να το μουτζουρώσω εκείνο το χαμόγελο… Κλείνω τα μάτια μου και το βλέπω να αποτυπώνεται και πάλι μπροστά μου όπως την τελευταία φορά. Αδιάφορο κι ανέκφραστο.
Φταίω ρε γαμώτο… Φταίω και το πληρώνω. Οι θύμησες στήνουν χορό τις νύχτες γύρω μου κι έχω αρχίσει και φοβάμαι. Φοβάμαι για τις μέρες που θα μας βρουν χώρια, φοβάμαι για τις νύχτες που θα μας βρουν αγκαλιά με ξένα σώματα και πάνω από όλα, φοβάμαι για εκείνα τα άψυχα φιλιά που θα λεκιάσουν τις αναμνήσεις μας.
Και να σου πω και κάτι άλλο; Αν θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, κάπου μέσα μου σε θαυμάζω. Σε θαυμάζω για τον τρόπο με τον οποίο έφυγες και δεν ξανακοίταξες πίσω. Πήρες την αξιοπρέπειά σου από το χέρι κι έκανες πράξη όλα όσα δεν περίμενα ποτέ να τολμήσεις. Έφυγες αθόρυβα και με άφησες μόνο μου να μαλώνω με θεούς και δαίμονες. Να ακροβατώ στο τεντωμένο σκοινί της τρέλας.
Αν έβλεπες τη διαφορά πάνω μου, θα καταλάβαινες. Ακόμα και το πρόσωπό μου άλλαξε. Άδειασε το βλέμμα μου, σκοτείνιασε η ψυχή μου και το ενδιαφέρον μου για κάθε τι έπαψε. Κάθε μου σχέδιο και κάθε μου στόχος έχουν εξαρτηθεί από την πιθανότητα της επιστροφής σου.
Χάραξε. Θα φύγουν οι Ερινύες σε λίγο. Θα πάρουν μαζί τους και αυτή τη ματωμένη συγγνώμη που ό,τι και να κάνω δε σε φτάνει πια, και θα βυθιστώ και πάλι σε αυτή την άχρωμη και άοσμη καθημερινότητα. Εγώ, η απουσία σου και ο εγωισμός μου. Έτσι γίνεται όμως πάντα, η νύχτα θρέφει τους δειλούς και η μέρα τους γενναίους.
Καλό σου ξημέρωμα κορίτσι μου, ας (σε) πρόσεχα!
Χατζηκυριάκου Παντελής
Σε ευχαριστώ Αλεξάνδρα μου. Το έκανες εικόνα 🙂 Καλά να περνάς και καλές σου γιορτές! 🙂