Ενός λεπτού σιγή για όσους έμειναν εδώ και ακόμη μάχονται. Για αυτούς που τα πτυχία τους έμειναν μια σκονισμένη – καδραρισμένη επιγραφή να τους θυμίζει τα χρόνια που πήγανε χαμένα. Μια ξεθωριασμένη μπορντούρα στον τοίχο του δωματίου τους, να τους ταξιδεύει σε άλλα μέρη, σε άλλες εποχές. Σε εποχές που ξεχασμένοι σε κάποιο αμφιθέατρο θα κρατούσαν σημειώσεις, ή χωμένοι σε κάποιο βιβλίο θα έκαναν όνειρα για την μετέπειτα ζωή τους. Όταν ακόμη θα έσπαγαν το κεφάλι τους για κάποια πτυχιακή εργασία, και λίγο αργότερα με τα αθώα τους χεράκια σταυρωμένα, θα ορκίζονταν για την αφετηρία ενός λαμπρού ταξιδιού το οποίο δεν ξεκίνησε ποτέ.
Ενός λεπτού σιγή για όλους αυτούς που τα όνειρά τους σκονίστηκαν από την φθορά του χρόνου, της υπομονής άλλα και της ίδιας τους της χώρας. Για αυτούς στους οποίους η ζωή δεν επιφύλασσε ταξίδια και καριέρα σε κάποια μεγάλη εταιρία, αλλά δουλειές άσχετες με το αντικείμενό τους και μία μόνιμη επαγγελματική ανασφάλεια. Για αυτούς που θέλοντας και μη δοκίμασαν τις αντοχές και τα όριά τους ξανά και ξανά, συνειδητοποιώντας τελικά πως η στιγμή που θα τα ανακαλύψουν μπορεί να μην έρθει και ποτέ.
Χρωστάμε σε αυτούς που η αγωνία και το άγχος έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της καθημερινότητάς τους. Στους ανθρώπους με την πληγωμένη αθωότητα, που είδαν τον εαυτό τους να ωριμάζει απότομα. Που παρατήρησαν τις πρώτες άσπρες τρίχες να εμφανίζονται πρόωρα και τις άκρες των θολών τους ματιών να χαρακώνονται εσπευσμένα.
Έχουμε ηθική υποχρέωση απέναντι σε όλους όσους επέλεξαν να ζήσουν τη στιγμή και όσα αυτή τους διέθεσε, αφήνοντας στην άκρη τα μεγάλα όνειρα και τα μακροπρόθεσμα σχέδια. Σε αυτούς για τους οποίους η ζωή έγινε μια προθεσμία, μια θέση στην ουρά μιας δημόσιας υπηρεσίας κι ένας αγώνας με τον χρόνο. Σε αυτούς για τους οποίους η επιβίωση έγινε μια μόνιμη ανηφόρα, γιατί δεν τους δόθηκε η προοπτική να ακολουθήσουν το μεταναστευτικό ρεύμα ή την απέρριψαν συνειδητά, ασκώντας πια το επάγγελμα που κάποτε αγάπησαν σαν χόμπι. Σε αυτούς για τους οποίους η εργασία έγινε υποχρέωση και όχι χαρά.
Οφείλουμε όλοι στους ανθρώπους που όποτε πια τυχαίνει και πιάνουν μολύβι και χαρτί, κάνουν ένα στιγμιαίο ταξίδι στο παρελθόν, κλέβοντας λίγες ανάσες από την ανεμελιά του. Ένα ταξίδι από το οποίο κάθε φορά που επιστρέφουν, νιώθουν την πλήρη αντίθεση της εποχής εκείνης με την ψυχρή πραγματικότητα του σήμερα και δακρύζουν. Σε όλους αυτούς που κράτησαν τις σπουδές και τα όνειρά τους σαν μια ανάμνηση, και μέσα από αυτά έμαθαν να πορεύονται με μόνη τους πυξίδα το χαμόγελο και την γεύση της στιγμής.
Ενός λεπτού σιγή για τους αφανείς ήρωες, για τους οποίους η μονιμότητα έγινε μια ακαθόριστη έννοια, το εφήμερο τρόπος ζωής και όλη τους η ζωή ένα απρόβλεπτο και αστείο ταξίδι.
Χατζηκυριάκου Παντελής
* Αφιερωμένο στο Νότιο σκάμμα της Αγίας Σοφίας του αρχαιολογικού χώρου του Μετρό Θεσσαλονίκης, όπου και αποκόμισα τις ομορφότερες αναμνήσεις όσον αφορά την επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Μου λείπετε παιδιά!
Πρόσφατα σχόλια