Και είναι οι φωνές αυτές που τόσο βάναυσα ηχούν μες στο κεφάλι μου απόψε. Η αίσθηση αυτή της αγανάκτησης που δε συγκρίνεται με καμία προηγούμενη. Τρέμουν τα άκρα μου. Παραλύει το σώμα μου. Στάζει η αηδία από τα χείλη μου και μολύνει κάθε μου λέξη πριν προλάβω να την ξεστομίσω. Πριν καν τολμήσω να την αποτυπώσω λερώνοντας το λευκό χαρτί.
Πνίγομαι το βράδυ αυτό, το καταλαβαίνεις; Δε σου μιλώ για απλό θυμό. Δεν αναφέρομαι σε κάποιο είδος σύγχυσης από αυτά που τόσο λαίμαργα παρήγαγε και τελικά κατανάλωσε για εσένα ο οργανισμός μου ξανά και ξανά. Σου κάνω λόγο για ένα αίσθημα απογοήτευσης τόσο δυνατό, τόσο εκκωφαντικό που καμία διάθεση για ανώτερη συμπεριφορά δεν μπορεί να κατευνάσει. Σου περιγράφω μια άνευ προηγουμένου δυσαρέσκεια που ανέβηκε στο λαιμό μου και κοντεύει να με πνίξει.
Με θυμάμαι να αρθρώνω πολλές φορές τη λέξη “τέλος”. Να σου τη λέω, να σου τη γράφω, να σου την τραγουδάω, να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου γι’ αυτή· και τελικά να βρίσκω άλλη μια δικαιολογία για να σε επαναφέρω και πάλι στη σκέψη μου. Να σου κάνω ακόμα λίγο χώρο στην καθημερινότητά μου χωρίς αξιώσεις, χωρίς προσδοκίες. Να σου παραχωρώ μια θέση στη ζωή μου ανεξάρτητα από τα πεπραγμένα σου, με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε θα αλλάξεις.
Είχα πειστεί ότι μια γλυκιά ανάμνηση από εσένα θα μου ήταν πάντοτε απαραίτητη. Άλλοτε ως μούσα μου, άλλοτε σαν καταφύγιο της σκέψης μου, άλλοτε με το πρόσχημα ενός ευχάριστου συνειρμού, πάντα θα έβρισκα ένα λόγο να απασχολώ το μυαλό μου μαζί σου. Σαν μια βλαβερή εξάρτηση. Σαν ένα κακό συνήθειο που δεν ήθελα να κόψω. Πόσους καινούριους ρόλους επινόησα για σένα, θυμάσαι; Πόσες φορές ξεπέρασα τον εαυτό μου; Πόσες φορές εξάντλησα τα περιθώρια και ενέδωσα στην αυταπάτη της ύστατης ευκαιρίας;
Κι όμως, δεν αλλάζεις γαμώτο. Ποτέ σου δε θα αλλάξεις. Κατάφερες να κάμψεις κάθε μου αντίσταση καίγοντας και τα ελάχιστα εναπομείναντα κύτταρα που με έκαναν να παραβλέπω το οφθαλμοφανές – το ότι δηλαδή γεννήθηκες για να είσαι μόνη σου. Ότι έμαθες να εκμεταλλεύεσαι ανθρώπους και καταστάσεις και να επιβιώνεις παρασιτικά τιμωρώντας οποιονδήποτε κάνει το λάθος να σε αντιμετωπίσει με κατανόηση και καλοσύνη. Το ότι συνήθισες να παίρνεις χωρίς να δώσεις, και όταν τελικά δεν πάρεις να θυματοποιείσαι.
Σήμερα, ακόμα και οι λέξεις είναι μαλωμένες μαζί σου. Αρνούνται να παραστούν σε έναν από τους δεκάδες ύμνους που συνέταξα εκθειάζοντας τους ανεκπλήρωτους έρωτες και τα αλόγιστα πάθη. Σταμάτησαν να μου κάνουν το χατήρι και να με παραμυθιάζουν. Έπαψαν να σε πραγματεύονται και να σε ωραιοποιούν. Αντιστέκονται, όχι μόνο στο να σχηματίσουν το όνομά σου, άλλα ακόμα και στο να βρεθούν στην ίδια πρόταση με αυτό.
Ένα πράγμα λοιπόν θα σου πω και θέλω να είναι το τελευταίο που θα θυμάσαι από εμένα. Είναι κάτι που το επεδίωξες, το κέρδισες κι εύχομαι να συνοδεύει την ανάμνησή μου κάθε φορά που την ανακαλείς στη σκέψη σου: Συγχαρητήρια, είσαι άξια της μοίρας σου.
Χατζηκυριάκου Παντελής
Πώς μου φάνηκε; Με τρόμαξε, μου έκανε το στομάχι κόμπο! Εύχομαι αυτό που
διάβασα να μην είναι η ψυχολογία στην οποία
βρισκεσαιτώρα,γιατί δεν έχω λόγια
παρηγοριάς για σένα. Αν ισχύει θα
σου πρότεινα να μιλήσεις σε κάποιον
ειδικό. Αυτό που μπορώ να σου πω
με σιγουριά όμως είναι πως αποκλείεται
να μισήσεις κάποιον που έχεις αγαπήσει
και στο λέω εγώ που έχω χάσει τα πάντα, ακόμη
Και αυτά που με αγάπη γέννησα!
σε ευχαριστώ πολύ για το όμορφο σχόλιο Μαρία! Και μόνο το ότι μπήκες στη θέση μου με τιμά. Όχι, δεν έχει καμία σχέση αυτή η ψυχοσύνθεση με τη δικιά μου. Όλα μου τα κείμενα έχουν τον χρόνο, το κίνητρο και το δικό τους τη δική του ιστορία. Κανένα όμως αρνητικό τέτοιο συναίσθημα δε με έχει καταβάλει για τόσο πολύ. Σε ευχαριστώ πολύ πολύ! Εύχομαι να είσαι καλά!