Τους πληγωμένους έρωτες να τους αγγίζεις με χέρια καθάρια. Τα συναισθήματα εκείνα που ξυπνούν σε θολωμένα ποτήρια, σε μάτια υγρά και άδειες αγκαλιές, κράτησέ τα στη σκέψη σου με τη λάμψη της τελευταίας τους πράξης. Χωρίς εμμονές, χωρίς αξιώσεις, χωρίς προσδοκίες. Χωρίς την προσπάθεια να τα προσαρμόσεις σε νέες τάξεις πραγμάτων.
Τις σχέσεις εκείνες που έμειναν μισές· που δεν κατάφεραν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων κι έγειραν προδομένες από το βάρος των επιλογών τους, να τις φυλάξεις μέσα σου σαν κάτι ιερό. Μια αξία σταθερή, αμετάβλητη στο χώρο και στο χρόνο που τη σέβεσαι και που την τιμάς. Μια αίσθηση νοσταλγική που την αφουγκράζεσαι με ευγένεια κι ευγνωμοσύνη· και που πότε – πότε «κλέβεις» λίγη από τη χαμένη της γλύκα για να κρατάς το παιδί μέσα σου ζωντανό.
Η αμοιβαία έλξη, η θύμηση της στιγμής και τα μικρά εκείνα σκιρτήματα που καμιά φορά εκδηλώνονται μέσα από ξεχασμένους στίχους και τραγούδια παλιά, είναι η απόδειξη πως κάποτε έζησες. Πως το μάταιο τούτο πέρασμα που σημαδεύτηκε από τις ρυτίδες και το χρόνο, δεν είχε μόνο σταυροδρόμια κι αδιέξοδα. Είχε και ξέφωτα κρυφά· είχε οάσεις και λιμάνια. Γιοφύρια γραφικά που αντάμωνες με τον εαυτό σου και ξεκινούσες πάλι απ’ την αρχή.
Τις αγάπες που παρέμειναν χαραγμένες σε ψυχές και συνειδήσεις να τις εκτιμάς. Να μην τις αμαυρώνεις για να ικανοποιήσεις τον πληγωμένο σου εγωισμό. Να τις σφραγίσεις με την επίγευση του στερνού φιλιού και την ανάμνηση της ύστατης αγκαλιάς. Σαν μια μικρή ιεροτελεστία. Μια συμφωνία τελετουργική, σε χρόνο ανύποπτο από κάπου μακριά. Σαν ένα παράπονο γλυκό, συνδεδεμένο με τη λαχτάρα της νιότης και την πρότερη αθωότητα. Με την εφηβική την τρέλα και την παιδική παρόρμηση. Με τη ματαιόδοξη μα αναγκαία ψευδαίσθηση, ότι κάποτε θα λυτρωθεί.
Χατζηκυριάκου Παντελής
Πρόσφατα σχόλια