Απόμακρος, βυθισμένος σε σκέψεις που δε σε οδήγησαν ποτέ πουθενά. Χαμένος σε μια καθημερινή προσπάθεια να ενσωματωθείς σε μια πραγματικότητα που από την αρχή είχες απορρίψει. Καταβεβλημένος από έναν διαρκή και άνισο αγώνα δρόμου με τον εαυτό σου, που αρνείται πεισματικά να εναρμονιστεί με μια άχρωμη και άοσμη τάξη πραγμάτων που από την πρώτη κιόλας στιγμή μίσησες.
Κάθομαι και σε παρατηρώ. Περιεργάζομαι ένα ένα τα σημάδια του προσώπου σου με την ελπίδα ότι θα σε βρω ξανά κάτω από αυτά. Με την προσδοκία ότι πίσω από αυτή τη σκυθρωπή και αγέλαστη καρικατούρα, υπάρχεις ακόμη. Σκαλισμένη η αποστροφή στο μέτωπό σου. Αυλακωμένη στα μάτια σου η δειλία. Η συνήθεια, χαρακωμένη σε αυτές τις πρόωρες και αψευδείς ρυτίδες στις άκρες των χειλιών σου, που σημάδεψαν εκείνο το επιτηδευμένο και χαιρέκακο άλλοτε χαμόγελο, που μια για πάντα καταδίκασες σε σιωπή.
Γύρω σου, όλοι κοιτάζονται απορημένοι. Γελούν περιπαικτικά με έναν άνθρωπο που άλλες φορές πονούν κι άλλες φορές λυπούνται. Που κάποτε θαύμαζαν μα πια δε γνωρίζουν. Στέκουν θεατές μιας πρώην ανθρώπινης ύπαρξης που φοβήθηκε το άγνωστο και συγκατατέθηκε στο συμβιβασμό και τη δυστυχία. Μιας άψυχης φιγούρας που υποτάχθηκε στο μέτριο και παραιτήθηκε από ό,τι ακριβό. Που παραδόθηκε πισθάγκωνα δεμένος στην αμφιβολία και την ανασφάλεια, διασφαλίζοντας έτσι μια για πάντα ότι δε θα γευτεί ποτέ ξανά τις χαρές και τα μεγαλεία της ζωής.
Η κάθε σου μέρα ίδια με την προηγούμενη. Το κάθε ερέθισμα παλιό και γνώριμο. Τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις λείπουν από την καθημερινότητά σου, αφού όλα τους εμπεριέχουν ένα κόστος που δεν είσαι διατεθειμένος να ξαναπληρώσεις. Ένα μόνιμο αγκάθι, πάντα εκεί, ριζωμένο βαθιά στα σωθικά σου, βρίσκεται για να σου θυμίζει παθήματα κι αναποδιές – κάνοντας έτσι κάθε επανάληψη να μοιάζει ασφαλής και αναγκαία. Συμφιλιώθηκες με την ιδέα ότι ο χρόνος περνά και προσμένεις παθητικά το πλήρωμά του, σαν ρίψασπις πολεμιστής που γονάτισε μπροστά από τον εχθρό και προσεύχεται για ένα ακαριαίο και ανώδυνο τέλος.
Ως πότε, μου λες; Ως πότε θα στέκεις μαρμαρωμένος να παρακολουθείς την κλεψύδρα σου να αδειάζει; Ως πότε θα είσαι έρμαιο της αδυναμίας και της διστακτικότητας; Έχεις βουλιάξει στο βάλτο της ατολμίας σου και αποσυντίθεσαι αργά και βασανιστικά. Μένεις ερμητικά κλεισμένος σε ένα εγκαταλελειμμένο από πνοή κορμί, κι ενώ βλέπεις το σκοτάδι να σε αγκαλιάζει ασφυκτικά, εσύ καρτερείς την εκκωφαντική εκείνη σιγή που θα σκεπάσει κάθε φωνή. Οχυρώθηκες πίσω από ένα αυτοσχέδιο φρούριο και κρυφοκοιτάς τη ζωή που σε προσπερνά.
Κι όμως. Αυτό που αποζητάς συνεχίζει να βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Αυτό που θέλεις, σαν αερικό, ελεύθερο και άπιαστο, ίπταται στους ουρανούς και καρτερεί εσένα να το κυνηγήσεις. Εσένα, να αψηφήσεις οτιδήποτε σε κρατάει δέσμιο των φόβων και των δισταγμών σου και να ριχτείς απτόητος στην αναζήτηση της ευτυχίας σου. Εσένα, να εγκαταλείψεις τις σίγουρες κι εύκολες λύσεις και να διεκδικήσεις αυτό που θα σε κάνει πραγματικά ευτυχισμένο. Εσένα, να σταθείς ψηλότερα από κάθε εμπόδιο και κάθε κορυφή, και να δεις επιτέλους τον κόσμο από εκεί.
Χατζηκυριάκου Παντελής
Πρόσφατα σχόλια