Παντελής Χατζηκυριάκου

Φεύγοντας, πήρες μαζί σου κι ένα κομμάτι της ψυχής μου

Και κάπως έτσι, επέλεξα να μείνω εγώ πίσω. Προσκολλημένος σε ένα παλιό ιδανικό, να σηκώνω το βάρος των επιλογών μας. Τόσο όσων κάναμε, όσο κι εκείνων που φοβηθήκαμε. Ερμητικά κλεισμένος σε ένα ρετρό δωμάτιο να αναπαράγω την ιστορία μας στους τέσσερις τοίχους του, ελπίζοντας κάθε φορά πως θα αλλάξει το

Αν θέλουμε να διαφέρουμε, ας το κάνουμε τουλάχιστον ουσιαστικά

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνίας μας, υπήρξε ανέκαθεν μια πολεμική διάθεση, η οποία μην έχοντας συγκεκριμένη αιτία και άμεσο τρόπο εκτόνωσης, ξέσπαγε συλλογικά και με την πρώτη ευκαιρία κάθε φορά που την εκδήλωνε κάποιος άλλος. Ερχόμενοι λοιπόν στο σήμερα, στον απόηχο μιας καταστροφής βιβλικών διαστάσεων άνευ προηγουμένου, μέρος του πόνου και

Την αχαριστία πολλοί αγάπησαν, τον αχάριστο ουδείς

Αν υπάρχει κάτι ή κάποιος που τελικά θα μας ορίσει και θα μας καθορίσει κατά το σύντομο πέρασμά μας από τον μάταιο ετούτο κόσμο, είναι το χειροκρότημα. Οι άνθρωποι που θα μας ξεχωρίσουν και θα μας επιλέξουν ανάμεσα στο πλήθος, βρίσκοντας τον απαραίτητο χώρο και χρόνο για να μας εντάξουν

‘Αργησες

Και αν με ρωτήσεις τι θυμάμαι από χθες το βράδυ, δε θα μπορέσω να σου πω πολλά πράγματα. Καπνός πυκνός, φώτα θολά, πολύχρωμα ποτήρια και η ζάλη της απογοήτευσης να σκοτεινιάζει τα πάντα γύρω μου. Λίγο μετά, με θυμάμαι στη θάλασσα. Εκεί, στα δικά μας τα μέρη. Να μετράω στους

Δύσκολο πράγμα το “ξεβόλεμα” και σίγουρα δεν είναι για όλους!

Αναγνωρίζονται εύκολα ανάμεσα στο πλήθος. Ξεχωρίζουν από τους κοινούς καθημερινούς ανθρώπους. Συχνά, έχουν την έλλειψη αποτυπωμένη στα μάτια τους. Η μιζέρια διαγράφεται στις ζάρες από το μέτωπό τους και την απαισιοδοξία τη διακρίνει κανείς ακόμα και στον τρόπο που περπατούν. Δεν πρόκειται για άλλους από τους περιβόητους τοξικούς ανθρώπους. Ψυχές

Μια καληνύχτα από εκείνες, τις δικές μας

“Καληνύχτα…”: Δυο λέξεις που έγιναν μία ευχή. Όπως ένα, υπήρξαμε κι εμείς κάποτε. Μια ευχή που κρύβει μέσα της όλα τα “σ’ αγαπώ”, όλα τα “να προσέχεις” κι όλα τα “μείνε εδώ” του κόσμου. Άκουσέ με λίγο… Ήθελα μόνο να σου πω πως είμαι καλά, πως αντέχω. Τι κι αν

Οι αξιοπρεπείς άνθρωποι ήσυχα φεύγουν

Κάθομαι και σε παρατηρώ που μιλάς. Που οριοθετείς ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα από τη δική σου στάση ζωής. Θολώνει το βλέμμα σου, συσπάται το χαμόγελό σου. Σε κάθε πιθανό παράπτωμα το πρόσωπό σου παραμορφώνεται. Πόση ένταση έχεις μέσα σου ρε γαμώτο… Ξέρεις, αν υπάρχει κάτι για το οποίο μπορώ να είμαι

Το λάθος που φοβήθηκα να κάνω

Μεθυσμένες ανάσες, ένοχοι αναστεναγμοί και τα τρεμάμενα δάχτυλά μου να χορεύουν και πάλι στο ρυθμό των αναμνήσεων. Στον πυρετό της απουσίας σου. Δύσκολη η νύχτα μακριά σου, λείπει μέχρι και η μυρωδιά σου απόψε. Εισέβαλες αιφνίδια στη ζωή μου. Ενσωματώθηκες με θράσος στην καθημερινότητα μου σαν όλα τα ωραία. Σαν

Είναι και κάτι βράδια που δε λένε να ξημερώσουν μακριά σου

Βλέμμα θολό, χαμένο μέσα στον καπνό. Η απουσία σου σκαλισμένη στο πρόσωπό μου. Σκόρπιες ελπίδες, αμέτρητα γιατί κι ένα παράπονο ανείπωτο. Αλήτης τελικά ο χρόνος. Αδίστακτος, αμείλικτος και αδυσώπητος. Πάνε κιόλας μήνες από την τελευταία φορά που γεύτηκα τα χείλη σου, που χάθηκα στο χαμόγελό σου. Πάει τόσος καιρός από

Όσα δεν είπαμε ένα χρόνο!

Και τώρα που άλλη μια σεζόν τελειώνει. Ώρες πριν να ξεχυθείτε σε ακρογιαλιές και σε μπαράκια κάνοντας το καλοκαίρι για άλλη μια φορά δικό σας, ελάτε να πούμε και δύο αλήθειες. Να τις πούμε τώρα που ένας ολόκληρος χρόνος μας έφερε ακόμα πιο κοντά. Είμαι σίγουρος πως με τη σκέψη