Δεκέμβριος 2017

Νέε χρόνε, φρόντισε το πληγωμένο παιδί στις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων!

Ξημέρωσε παραμονή πρωτοχρονιάς και η πόλη σφύζει από ζωή. Οι δρόμοι γέμισαν από μικρά παιδιά, τα σπίτια από καλούδια, οι ετοιμασίες για το βράδυ κορυφώνονται κι ένα ευχάριστο άρωμα μαγιάς πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Μετράμε πλέον ώρες για το μεγάλο γεγονός. Στιγμές πριν να παραδώσει ο γέρος χρόνος τη θέση του

Ως πότε θα γιατρεύεις τον πόνο με πόνο, εαυτέ μου;

Με κούρασες, εαυτέ μου. Με κούρασες πολύ. Η πόρτα έκλεισε βάναυσα για άλλη μια φορά κι εγώ έμεινα από πίσω της να σου μιλώ. Να μονολογώ και να αναρωτιέμαι τι πήγε πάλι λάθος. Ήθελα να’ ξερα, δεν κουράστηκες πια; Δεν κουράστηκες να δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις; Δε

Ζεϊμπέκικο: O φιμωμένος σπαραγμός

Χέρια ανοιχτά, φλέβες πρησμένες και βλέμμα βαρύ. Η τελετουργία αρχίζει. Ξεκινάει εκείνος ο μοναχικός χορός που σε βαπτίζει ξανά και σε εξαγνίζει. Μέχρι τη στιγμή εκείνη δε μιλούσες. Δεν αντιδρούσες. Δε μετείχες σε ό,τι και να συνέβαινε γύρω σου. Η μουσική έπαιζε δυνατά, ο κόσμος τραγουδούσε, τα χαρούμενα γλεντοτράγουδα διαδέχονταν

Χριστούγεννα: Κι αν φέτος κάτι λείπει, ίσως να’ χεις ήδη αρκετά

Θα τους βρει κανείς ερμητικά κλεισμένους σε ένα άδειο σπίτι με το βλέμμα σκαλωμένο στο πολύχρωμο δέντρο τους να ταξιδεύουν στο χθες. Τότε που ο φακός μιας φωτογραφικής μηχανής τους απαθανάτιζε σε κάποια αγκαλιά, στοιχειώνοντας έτσι όλα τα μετέπειτα μοναχικά Χριστούγεννά τους. Άλλες φορές, θα τους δεις ξεχασμένους σε κάποιο

Κάθε σου σημάδι πάνω της είναι και μια απόδειξη πως απέτυχες σαν άνδρας

Γράφουν η Έλενα Κορινιώτη και ο Παντελής Χατζηκυριάκου Σ’ έχουν αγκαλιάσει διχασμένα χέρια; Εκείνα που χαϊδεύουν και λαβώνουν. Εμένα σφιχτά. Σαν αγχόνη έτοιμα να μου αφαιρέσουν τ’ οξυγόνο. Χέρια αγαπημένα τα δικά σου. Κάθε φορά που δε συμφωνούσα μαζί σου. Κάθε φορά που η μεθυσμένη ανάσα σου έσκαγε σαν γροθιά

Μια Συγγνώμη κι ας άργησα

Κρυώνω… Έχω κουλουριαστεί κάτω από τα σκεπάσματα στο άδειο μου κρεβάτι και κρυώνω. Έχω τα χέρια μου πλεγμένα πίσω από το κεφάλι και ακούω πάλι τις φωνές μέσα μου να ουρλιάζουν. Δεν μπορώ να τις βάλω για ύπνο απόψε. Όσες δικαιολογίες και να τους πω, απόψε δεν μπορώ να τις

Στο στοιχειωμένο παρελθόν μας παραδώσαμε την ευτυχία μας.

Παραιτούμαι από το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού. Από την ανισορροπία των ανθρωπίνων σχέσεων, παραιτούμαι. Με κούρασε η υστεροβουλία και οι δεύτερες σκέψεις. Η κρυμμένη αυτή αλήθεια στο κάτω μέρος της γλώσσας που ποτέ δεν ξεστομίζεται. Τι κι αν λένε πως η ανθρώπινη επικοινωνία είναι το παν; Έτσι που την καταντήσαμε

Λάθος πόρτα χτύπησες. Η νοσταλγία δε μένει πια εδώ.

Ξημέρωσε κιόλας. Οι πρώτες δέσμες φωτός τρύπωσαν βάναυσα από τις γρίλιες των παραθυρόφυλλών μου, τιμωρώντας με που δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι απόψε. “Τι κάνεις…;” Δύο μόνο λέξεις που έμειναν να αντηχούν μες στο δωμάτιο. Μια αμήχανη ερώτηση. Ένα απρόσμενο τηλεφώνημα που διέλυσε τη νύχτα μου και σκόρπισε παντού τη

Πως πτωχεύσαμε με τέτοια κληρονομιά;

Από άκρη σε άκρη αυτής της χώρας υπάρχουν χαραγμένα ανεξίτηλα τα σημάδια “λόγιων” οι οποίοι μέσα από τα γραπτά τους επιδίωξαν την “αφύπνιση” αναφορικά με τους σημαντικότερους πυλώνες της ζωής. Το χώμα που πάτησαν, οι αλήθειες που χάραξαν και η κληρονομιά που άφησαν πίσω τους, έκαναν το ταξίδι της προσωπικής