Χαμηλός φωτισμός, λίγη μουσική από τον αγαπημένο μας σταθμό και τα χέρια μας άρρηκτα μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο. Είναι φορές που δε χρειάζεσαι πολλά για να νιώσεις ευτυχισμένος. Ήταν αργά, σε λίγο θα αποχωριζόμασταν. Θα άνοιγες την πόρτα του αυτοκινήτου μου και θα χανόσουν σιγά – σιγά μέσα σε εκείνο το σκοτεινό στενάκι που ποτέ δεν έμαθα πού βγάζει.
“Δε θα σ’ αφήσω να χαθείς ποτέ απ’ τη ζωή μου…” ψέλλισες πριν φύγεις. Οι τελευταίες σου κουβέντες εκείνο το βράδυ. Λόγια βαριά, λόγια γλυκά, λόγια μεγάλα που στοίχειωσαν εκείνο το δρόμο και με αγκαλιάζουν τρυφερά κάθε φορά που τον οδηγώ. Δε σου απάντησα. Προτίμησα απλά να χαμογελάσω και να γυρίσω το κλειδί. Στη συνέχεια με φίλησες και με κοίταξες με ένα τελευταίο βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση και ανείπωτες υποσχέσεις. Ίσως το μόνο βλέμμα που επέλεξα να θυμάμαι από όλα όσα ανταλλάξαμε λίγο καιρό μετά.
Τι νύχτα κι αυτή… νύχτα πλημμυρισμένη από στιγμές που σε αφήνουν με τη γεύση του ανεκπλήρωτου στα χείλη. Με τη διψασμένη ελπίδα για λύτρωση κάπου παρακάτω. Φορτισμένη με συναισθήματα που ποτέ δεν έπαψαν να αλητεύουν ενδόμυχα. Αλωνίζουν μέσα μας σαν παιδιά κάθε φορά που το μυαλό λυγίζει και ξεχύνεται σε εκείνες τις βραδινές περιπλανήσεις στα περασμένα. Κάθε φορά που υποκύπτει σε αυτό τον αέναο εσωτερικό αγώνα που ποτέ δεν έπαψε και ποτέ δε δικαιώθηκε. Που ποτέ δεν ξεθύμανε και ποτέ δε συμβιβάστηκε με τις όποιες μας επιλογές.
Το στενάκι ακόμα σκοτεινό. Το χέρι μου ακόμα απλωμένο. Ο αγαπημένος σου σταθμός ξεχασμένος στη μνήμη του ραδιοφώνου να με ταξιδεύει ακόμα σε ‘σένα με κομμάτια ερωτικά. Οι τελευταίες σου λέξεις αποτυπωμένες ανεξίτηλα στο μυαλό μου να αντηχούν σε κάθε μας φωτογραφία που ξεφυλλίζω. Σε κάθε ξεθωριασμένη ανάμνηση που αναπαράγεται στη θολωμένη μου ματιά. Κι εγώ, ξεχασμένος εκεί. Μια μελαγχολική καρικατούρα παγιδευμένη στον κόσμο των σκιών. Μια σκυθρωπή φιγούρα παραδομένη στη γλυκόπικρη γεύση της απουσίας σου, που σφραγισμένη πια στα χείλη μου, τη μία στιγμή με κάνει να νιώθω ευλογία για όσα αξιώθηκα να ζήσω μαζί σου, και την άλλη με συμβιβάζει με το γεγονός ότι πια πέρασαν και δε γυρίζουν πίσω.
“Δε θα σ’ αφήσω να χαθείς ποτέ απ’ τη ζωή μου”, είπες κι έφυγες. Χαμογελάω και αφήνω τις φωτογραφίες μας στην άδεια σου θέση δίπλα μου. Δεν ξέρω αν κατάφερα να χαθώ απ’ τη ζωή σου, κορίτσι μου, το μόνο σίγουρο όμως είναι, πως εσύ από τη δική μου δεν έφυγες ποτέ.
Χατζηκυριάκου Παντελής
Πρόσφατα σχόλια