Και τώρα που ο καιρός πέρασε και ο θυμός καταλάγιασε, έλα να σου πω δυο αλήθειες. Να σου εκμυστηρευτώ μερικά πράγματα απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εμπάθεια κι εμμονή.
Εκείνο που δεν κατάλαβες ποτέ, είναι πως το να διακρίνεις το όνομά σου ανάμεσα στις λέξεις μου, μόνο κατάρα δεν ήταν. Δεν προέβλεψες πως σβήνοντάς το, έσβησες και τα τελευταία σου υπολείμματα από μέσα μου. Εκείνα που έμειναν να σε θυμίζουν σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Εκείνα που όσο πάλιωναν, τόσο πιο αληθινό έκαναν να μοιάζει ένα παραμυθένιο τέλος στη δική μας ιστορία.
Είχα συνηθίσει να σε έχω στο μυαλό μου σαν ένα αποκούμπι. Σαν μια σανίδα σωτηρίας σε μια σκληρή και βάναυση πραγματικότητα, που κάθε μέρα που περνάει μας μεγαλώνει και μας γερνάει. Εξαφανίζει δεδομένα και σταθερές και σκοτώνει την αθωότητα και το ρομαντισμό μας αργά και βασανιστικά.
Μέσα στη δίνη του χρόνου ωστόσο, είχα βρει τον τρόπο να διατηρώ ένα κομμάτι του εαυτού μου άφθαρτο. Είχα κρατήσει καθαρή μια γωνίτσα σε μιαν άκρη του μυαλού μου, μέσα στην οποία είχα φυλάξει όλη μου την παιδικότητα και τη χαμένη ανεμελιά. Μια μικρή παρακαταθήκη από συναισθήματα, εικόνες, ήχους, μνήμες και μυρωδιές, που ακόμα και ο καιρός αρνήθηκε να σβήσει. Έναν κρυμμένο θησαυρό που έβγαζα και γυάλιζα κάθε φορά που η ζωή μπροστά μου ανηφόριζε. Κάθε φορά που ξεκινούσα πάλι από το μηδέν. Κάθε φορά που αναζητούσα τις ρίζες μου για να βρω τον εαυτό μου και τελικά να σηκωθώ.
Συνεπώς, όσο εσύ νόμιζες πως σε τιμωρούσα νοερά, εγώ κράταγα την ελπίδα ανάμεσά μας ζωντανή. Κάθε φορά που θεωρούσες πως σε εκδικούμουν, εγώ έγραφα άλλη μια σελίδα στο παραμύθι της ζωής μας. Σημείωνα πια στο περιθώριο και στο οπισθόφυλλο ενός συμπληρωμένου ημερολογίου, διατηρώντας άσβεστη την τρεμάμενη φλόγα μιας ήδη τελειωμένης ιστορίας.
Κάθε φορά, μέχρι τη στιγμή που διασφάλισες πως δε θα ανακατευτείς ξανά με τις λέξεις μου. Την ώρα εκείνη που ένιωσα το διακόπτη να πέφτει και τα φώτα να σβήνουν. Να με κατακλύζει το σκοτάδι και να σε καταπίνει. Να χάνεσαι μέσα του.
Σβήνοντας λοιπόν το όνομα σου απ’ τις λέξεις μου, εξαφάνισες και τη μορφή σου απ’ τη σκέψη μου. Εξάλειψες την ανάγκη μου να ταξιδεύω μαζί σου κάθε φορά που η ζωή με γονατίζει, και σκότωσες την πιο παιδική πτυχή μου. Έσβησες την πιο γλυκιά προσμονή μου, και μαζί με εκείνη, πέρασες κι εσύ στη λήθη.
Χατζηκυριάκου Παντελής
Υπέροχο το κείμενό σας, ξεχειλίζει από συναισθήματα γεμάτα πόνο, απ αυτόν που απολαμβάνεις κι ίσως αποζητάς. Επιτρέψετε μου να προσθέσω πώς, τ’αληθινά συναισθήματα δεν σβήνουν, δεν χάνονται, είναι αλησμοβηρα το λέει κι ο ορισμός τους, όταν το στερητικό α- συντίθεται με την λήθη και μαζί με τα συναισθήματα πάνε κόντρα στην λησμονιά., για όσους δεν φοβούνται να θυμούνται.
Σε ευχαριστώ πολύ Αρετή μου! Με βρίσκεις πέρα για πέρα σύμφωνο!